- οπταλέος
- ὀπταλέος, -α, -ον (Α)οπτός, ψημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. εφθ-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπταλέος — roasted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέα — ὀπταλέος roasted neut nom/voc/acc pl ὀπταλέᾱ , ὀπταλέος roasted fem nom/voc/acc dual ὀπταλέᾱ , ὀπταλέος roasted fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέαις — ὀπταλέος roasted fem dat pl ὀπταλέᾱͅς , ὀπταλέος roasted fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέον — ὀπταλέος roasted masc acc sg ὀπταλέος roasted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέην — ὀπταλέος roasted fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέους — ὀπταλέος roasted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέων — ὀπταλέος roasted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπταλέῃσιν — ὀπταλέος roasted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… … Dictionary of Greek